- παραδοσιοκρατία
- ηη παραδοσιαρχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδοση + -κρατία (< -κράτης < κρατώ), απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. traditionalisme (βλ. και παραδοσιαρχία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραδοσιοκρατία — παραδοσιοκρατία, η και παραδοσιαρχία, η (κοινων.), η θεωρία σύμφωνα με την οποία πρέπει να διατηρούνται οι καθιερωμένες πολιτικοκοινωνικές καταστάσεις: Η παραδοσιοκρατία είναι άγονος συντηρητισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)